- ἐκθήλυνσις
- ἐκθήλυνσιςbecoming softfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐκθηλύνσεις — ἐκθήλυνσις becoming soft fem nom/voc pl (attic epic) ἐκθήλυνσις becoming soft fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνσιες — ἐκθήλυνσις becoming soft fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθηλύνσιος — ἐκθήλυνσις becoming soft fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθήλυνσιν — ἐκθήλυνσις becoming soft fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκθήλυνση — η (Α ἐκθήλυνσις και ἐκθήλυσις) το να γίνεται κάποιος θηλυπρεπής, να μεταβάλλει τη συμπεριφορά και ορισμένα χαρακτηριστικά του ώστε να μοιάζουν με γυναικεία αρχ. μεταβολή προς τη μαλθακότητα … Dictionary of Greek